ημίοπος

ημίοπος
ἡμίοπος, -ον (Α)
1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» — με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.)
2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα
3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον
ἥμισυ»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -οπος < οπή (πρβλ. πολύ-οπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμίοπος — with half its holes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίοπον — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc sg ἡμίοπος with half its holes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόπους — ἡμίοπος with half its holes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόπων — ἡμίοπος with half its holes masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίοποι — ἡμίοπος with half its holes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”