- ημίοπος
- ἡμίοπος, -ον (Α)1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» — με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.)2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπονἥμισυ»·[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -οπος < οπή (πρβλ. πολύ-οπος)].
Dictionary of Greek. 2013.